- κείμαι
- (ΑΜ κεῑμαι)1. είμαι τοποθετημένος κάπου, βρίσκομαι κάπου, έχω θέση, εδρεύω, απαντώ2. είμαι ξαπλωμένος στο έδαφος3. κατάκειμαι, απόκειμαι, είμαι θαμμένος, βρίσκομαι νεκρός, κείτομαι («ενθάδε κείται»)4. (για νόμους) ισχύω, έχω κύρος, έχω τεθεί, έχω οριστεί (α. «οι κείμενοι νόμοι» β. «οι κείμενες διατάξεις»)μσν.1. ανήκω2. βρίσκομαι στην εξουσία3. είμαι άρρωστος4. απρόσ. ταιριάζει, αρμόζει, επιτρέπειται5. (η μτχ. ως επίθ.) κείμενος, -ένη, -ο(ν)α) θεσμοθετημένοςβ) νόμιμος δίκαιοςαρχ.1. κοιμάμαι, αναπαύομαι2. μένω αργός, σχολάζω, αδρανώ3. μένω ήρεμος, ησυχάζω4. μτφ. ναρκώνομαι5. είμαι κατάκοιτος από ασθένεια, τραύμα κ.λπ.6. μτφ. βρίσκομαι σε αθλιότητα7. (για άταφο πτώμα) είμαι εγκαταλελειμμένος, παραμελημένος8. (για οικοδομές) είμαι ερειπωμένος, είμαι γκρεμισμένος9. (για παλαιστές) έχω νικηθεί από τον αντίπαλο10. αρμόζω, είμαι κατάλληλος11. (για περιουσία ή χρήματα) έχω τεθεί κατά μέρος, έχω αποθησαυριστεί, έχω κατατεθεί12. (μτφ. για πράξη) καταλογίζομαι σε βάρος κάποιου13. τοποθετούμαι σε κατάλληλη θέση14. πρόκειμαι, είμαι ορισμένος, διατεταγμένος15. είμαι αφιερωμένος σε κάποιο θεό16. ορίζομαι με νόμο, είμαι τεταγμένος, επιβεβλημένος με νόμο17. (για φιλοσ. επιχειρήματα) ισχύω, θεωρούμαι ως κάτι δεδομένο, ομολογημένο, παραδεκτό18. (για ονόματα) δίνομαι19. τυχαίνω συμβαίνω, είμαι ενδεχόμενος20. εξακολουθώ να είμαι21. είμαι εγκατεστημένος22. (για πράγματα) εξαρτώμαι από κάτι23. ιατρ. α) (για ούρα) αφήνω ίζημαβ) καταπραΰνομαι24. χρησιμοποιούμαι25. (το ουδ. μτχ. ως ουσ.) τo κείμενοντο γενικά παραδεκτό26. φρ. α) «κείμενον σχῆμα»αρχιτ. κατακεκλιμένο σχέδιοβ) «κεῑμαι ὑπό τινων» — θάβομαι από κάποιουςγ) «αἱ κείμεναι ὑπό τῶν ὑπατικῶν γνῶμαι» — οι γνώμες που δίνουν οι υπατικοίδ) «κείμενα ὀνόματα» — ορισμένοι όροιε) «θεῶν ἐν γούνασι κεῑταί τι» — εξαρτάται κάτι από τη θέληση τών θεώνστ) «κεῑσθαι ἔν τινι» ή «ἐπί τινι» — εξαρτώμαι εντελώς από κάποιονζ) «κεῑμαι ἐπί τινι» — προστίθεμαι ως βάρος πάνω σε κάτι, επιβαρύνω, επιδεινώνωη) (η προστ.) κείσθω(συχνά στον Αριστοτ.) έστω, έστω δεδομένο, δεδόσθω27. (το απαρμφ. ενεστ. ως ουσ.) κεῑσθαι(λογ.) η στάση ή η θέση ως λογική κατηγορία.[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *kei- «κείμαι, βρίσκομαι» (πρβλ. αρχ. ινδ. sete, αβεστ. saēte «κοιμάται, βρίσκεται», χεττιτ. kite, kittari «κείται», πιθ. γοτθ. haims «χωριό», λατ. civis, civitas «πολίτης, πολιτεία». Η σύνδεση με τη μυκηναϊκή μτχ. παρακμ. ke-ke-me-na «μοιρασμένος» (πρβλ. κεάζω) είναι πολύ αμφίβολη. Η ετεροιωμένη βαθμίδα κοι- (* koi-) τής ρίζας εμφανίζεται σε πολλά παράγωγα τής λέξης (πρβλ. κοίτος, κοίτη, κοιμάμαι).ΠΑΡ. κειμήλιον, κοιμώ, κοίτηαρχ.κοίτος.ΣΥΝΘ. αντίκειμαι, απόκειμαι, διάκειμαι, επίκειμαι, κατάκειμαι, παράκειμαι, πρόκειμαι, πρόσκειμαι, σύγκειμαι, υπέρκειμαι, υπόκειμαιαρχ.αμφίκειμαι, ανάκειμαι, αντέγκειμαι, αντεπίκειμαι, αντιδιάκειμαι, αντιπαράκειμαι, αποδιάκειμαι, εγκατάκειμαι, έγκειμαι, είσκειμαι, έκκειμαι, εμπρόκειμαι, εναπόκειμαι, ενδιάκειμαι, ενυπόκειμαι, επανάκειμαι, επέγκειμαι, επιδιάκειμαι, επιπαράκειμαι, επιπρόκειμαι, καθυπόκειμαι, κατέγκειμαι, κατεπίκειμαι, μετάκειμαι, παρακατάκειμαι, παρέγκειμαι, περίκειμαι, προανάκειμαι, προαπόκειμαι, προδιάκειμαι, προέγκειμαι, προέκκειμαι, προκατάκειμαι, προπαράκειμαι, προπερίκειμαι, προσανάκειμαι, προσαπόκειμαι, προσέγκειμαι, προσέκκειμαι, προσεπίκειμαι, προσπαράκειμαι, προσπερίκειμαι, προσύγκειμαι, προσυπόκειμαι, προϋπόκειμαι, συγκατάκειμαι, συμπαράκειμαι, συνανάκειμαι, συναπόκειμαι, συνδιάκειμαι, συνέκκειμαι, συνεπίκειμαι, συνυπόκειμαι, υπανάκειμαι, υπέγκειμαι, υπέκκειμαι, υπερανάκειμαι, υπερέκκειμαι, υπερκατάκειμαι, υπερυπόκειμαι].
Dictionary of Greek. 2013.